Przylegać στα ελληνικά
Μετάφραση: przylegać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμμένω, γειτονεύω, συνορεύω, κλαγγή, προσκολλώμαι, εφάπτομαι, κολλώ, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, προσχωρήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eleonora στα ελληνικά - Eleonora, Ελεωνόρα, Ελεονώρα, Η Ελεωνόρα, Ελεονόρα
- fakultatywny στα ελληνικά - προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
- flotacyjność στα ελληνικά - επιπλευσιμότητα, πλευστότητα, ικανότης επιπλεύσεως, Η ικανότης επιπλεύσεως, επιπλεύσεως
- instytucjonalizować στα ελληνικά - θεσμοποιήσει, θεσμοθέτηση, θεσμοθετήσουμε, θεσμοθετήσει, τη θεσμοθέτηση
Τυχαίες λέξεις
Przylegać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμμένω, γειτονεύω, συνορεύω, κλαγγή, προσκολλώμαι, εφάπτομαι, κολλώ, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, προσχωρήσουν
Μεταφράσεις: εμμένω, γειτονεύω, συνορεύω, κλαγγή, προσκολλώμαι, εφάπτομαι, κολλώ, τηρούν, να τηρούν, προσκολλώνται, συμμορφώνονται, προσχωρήσουν