Εφάπτομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: εφάπτομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dołączyć, graniczyć, opierać, przyłączyć, stykać, sąsiadować, dopisać, przylegać, stykać się, mieć wspólne cechy
Εφάπτομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εφάπτομαι

άπτομαι αγγλικα, εφάπτομαι english, εφάπτομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, εφάπτομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • εφάμιλλος στα πολωνικά - podobny, porównywalny, równą, równy, równe, równa, równej
  • εφάπαξ στα πολωνικά - jednocześnie, niegdyś, ongiś, onegdaj, kiedy, zaraz, skoro, ...
  • εφαρμογή στα πολωνικά - smarowanie, nanoszenie, realizowanie, pozew, wdrożenie, zgłoszenie, egzekucja, ...
  • εφαρμοστός στα πολωνικά - zdolny, obcisły
Τυχαίες λέξεις
Εφάπτομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: dołączyć, graniczyć, opierać, przyłączyć, stykać, sąsiadować, dopisać, przylegać, stykać się, mieć wspólne cechy