Przymówka στα ελληνικά
Μετάφραση: przymówka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκώμμα, νύξη, υποδηλώνω, υπαινιγμός, χλευασμός, υβρίζω, ειρωνευτούν, κοροϊδία, να ειρωνευτούν
Μεταφράσεις
- buszel στα ελληνικά - μοδίο, βατσέλι, μόδι, μέδιμνο, μπούσελ
- cukierkowy στα ελληνικά - σακχαρώδης, ζαχαρώδης, ζαχαρούχα, ζαχαρούχο, τα ζαχαρούχα
- dociekanie στα ελληνικά - διερεύνηση, εξέταση, σπουδές, διεργασία, μελέτη, γραφείο, έρευνα, ...
- filiera στα ελληνικά - περιδινητή, κλωστική μηχανή, νηματοποιητικής ολκού, μήτρας νηματοποίησης, νηματοποιητικής
Τυχαίες λέξεις
Przymówka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκώμμα, νύξη, υποδηλώνω, υπαινιγμός, χλευασμός, υβρίζω, ειρωνευτούν, κοροϊδία, να ειρωνευτούν
Μεταφράσεις: σκώμμα, νύξη, υποδηλώνω, υπαινιγμός, χλευασμός, υβρίζω, ειρωνευτούν, κοροϊδία, να ειρωνευτούν