Przymocowywać στα ελληνικά

Μετάφραση: przymocowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιμάντας, επισυνάπτω, συνδέω, στερεώνονται, στερεώνεται, στερεωμένο, προσδεθεί, στερεωθεί
Przymocowywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • annały στα ελληνικά - χρονικά, Annals, Επετηρίδα, περιοδικό Annals, τα χρονικά
  • arbitralny στα ελληνικά - αυθαίρετος, αυθαίρετη, αυθαίρετες, αυθαίρετων, αυθαίρετο
  • bojaźliwie στα ελληνικά - φοβισμένα, fearfully, φόβο, φοβισμένο, πλάστηκα με φοβερό
  • empiryczny στα ελληνικά - εμπειρικός, εμπειρική, εμπειρικά, εμπειρικές, εμπειρικών
Τυχαίες λέξεις
Przymocowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιμάντας, επισυνάπτω, συνδέω, στερεώνονται, στερεώνεται, στερεωμένο, προσδεθεί, στερεωθεί