Λέξη: αμηχανία

Σχετικές λέξεις: αμηχανία

αμηχανία συνώνυμο, αμηχανία στα έδρανα για τη χρυσή αυγή, αμηχανία γλώσσα του σώματος, αμηχανία λεξικό, ονειροκρίτης αμηχανία, αμηχανία στο φλερτ, αμηχανία μιχαλολιάκου, αμηχανία αρχαια, αμηχανία μετάφραση, αμηχανία english

Συνώνυμα: αμηχανία

στιφάδο, βρασμένο φαγητό, τουρσί, άλμη, οξάλμη, σαλαμούρα, ξύσιμο, απόξεση, ξύση, αγωνία, εκκρεμότητα, εκκρεμότης, περιορισμός, βία, εξαναγκασμός, ανάγκη, συστολή, περιπλοκή, στενοχώρια, σύγχυση, απορία αίνιγμα, απορία, κυκεώνας, παραζάλη

Μεταφράσεις: αμηχανία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
embarrassment, perplexity, bewilderment, puzzlement, embarrassed
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
perplejidad, vergüenza, bochorno, la vergüenza, embarazo, turbación
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überfluss, verlegenheit, Verlegenheit, Peinlichkeit, verlegen, peinlich, Scham
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pléthore, perplexité, embarras, gêne, l'embarras, d'embarras, honte
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impaccio, imbarazzo, l'imbarazzo, di imbarazzo, disagio, imbarazzi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estorvo, embaraço, óbice, perplexidade, aperto, constrangimento, vergonha, embarrassment, embaraços
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
penarie, hinder, benardheid, verlegenheid, knelpunt, schaamte, gêne, schande, in verlegenheid
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
конфуз, препятствие, волнение, смущение, запутанность, обескураженность, растерянность, затруднение, замешательство, неловкость, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forlegenhet, flau, pinlig, sjenanse, skam
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förlägenhet, besvär, skam, pinsamt, pinsamheter
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pula, hämmennys, hämmennystä, kiusallista, nolo, häpeä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forlegenhed, pinligt, forlegenheden, pinlig
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpaky, rozpačitost, překážka, těžkosti, ostuda, rozpaků, ostudou, trapné
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kłopot, skrępowanie, zgrzyt, zażenowanie, zaaferowanie, zakłopotanie, kompromitacja, ambaras, onieśmielenie, wstyd, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feszengés, zavar, kínos, zavartan, zavarában, szégyen
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
utanma, utanç, utanç kaynağı, bir utanç, sıkıntı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
замішання, перешкода, ніяковість, зніяковілість, збентеження, зніяковіння
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
siklet, vështirësi, turpërim, siklet të, telash
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смущение, срам, неудобство, притеснение, объркване
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
збянтэжанасць, сарамлівасць, зьбянтэжанасьць, замяшанне, збянтажанасць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
häbi, rahahäda, piinlikkus, raskused, rahapuudus, piinlikkust, piinlik
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stid, sramota, pogođenost, neugodnosti, neugodnost
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vandræði, skömm
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
varžymasis, keblumas, sumišimą, Zakłopotanie, gėda
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmulsums, apkaunojums, apgrūtinājums, šķērslis
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
срам, срамот, срамежливост, непријатност, засраменост
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
jenă, jena, rușine, embarrassment, rusine
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zadrega, sramota, zadrego, zadrege, sramoto
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozpaky, rozpakmi
Τυχαίες λέξεις