Λέξη: καταδότης

Σχετικές λέξεις: καταδότης

ο καταδότης, καταδότης αγγλικά

Συνώνυμα: καταδότης

χαφιές, πληροφορητής, ειδοποιητής, σπιούνος, κλέπτης, προδότης, φωνάζων, σπερμολόγος

Μεταφράσεις: καταδότης

καταδότης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
informer, fink, grass, snitch, squealer, snitcher, telltale

καταδότης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
delator, acusete, césped, hierba, soplón, snitch, espía, chivato, informante

καταδότης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
marihuana, herbe, spitzel, rasen, gras, denunziant, kiffen, ried, Schnatz, snitch, Spitzel, Verräter

καταδότης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gazon, avouer, sycophante, marihuana, stipe, rapporteur, dénonciateur, pelouse, mouchard, cafard, cafarder, informateur, herbe, Snitch, vif d'or, pif, moucharder

καταδότης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
delatore, spia, prato, informatore, erba, rubacchiare, Snitch, boccino

καταδότης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ervas, grama, aferrar, tomar, aperto, erva, agarrar, delatar, Snitch, pomo, informante, bufo

καταδότης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grasveld, grassen, gras, jatten, Snitch, Snaai, informant, verklikker

καταδότης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
шпик, предавать, лужайка, травостой, доносить, луг, стащить, наушник, легавый, осведомитель, ябедничать, трава, информатор, доносчик, штрейкбрехер, ябедник, стукач, снитч, осведомителем

καταδότης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gress, snitch

καταδότης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
angivare, gräs, snitch, tjallare, kvicken, snitchen

καταδότης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ilmiantaja, ruohot, heinäkasvi, rehu, ruohikko, heinä, kannella, kieliä, kähmiä, nurmi, vasikoida, marijuana, ruoho, vasikka, kähveltää, snitch

καταδότης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
græs, stikker, Snitch, sladrehank, stikke

καταδότης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
špicl, donášet, donašeč, tráva, drn, trávník, lízl, informátor, žalobník, udavač, práskač, Snitch, zlatonka, zlatonku

καταδότης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kapuś, denuncjant, denuncjator, donosić, szpicel, donosiciel, współpracownik, zwędzić, trawa, sprawozdawca, łamistrajk, trawka, informator, murawa, konfident, donieść, Snitch, kapusiem, Znicz

καταδότης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
link, spicli, simlis, elcsen, orr, Snitch, köcsög, cikesz

καταδότης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çayır, çimen, ot, fitnelemek, snitch, muhbir, ispiyoncu, ispiyonlamak

καταδότης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утворений, трава, віддавати, украсти, знаючий, трав'яний, дерен, обізнаний, пастись, інформований, вкрасти, доносити, зраджувати, підстрелити, штрейкбрехер, донощик

καταδότης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bar, vjedh, spiunoj, hundë, kallëzoj

καταδότης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трева, доносник, информатор, крада, доноснича, свивам

καταδότης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трава, даносчык, даносчык не

καταδότης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
informaator, koputaja, muru, rohi, vasikas, marihuaana, murulennuväli, kits, pealekaebaja, Kähveltää

καταδότης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potkazivanje, krađa, doušnik, ukrasti, potkazati

καταδότης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gras, snitch

καταδότης στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
gramen

καταδότης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žolė, skundikas, vagiliauti, Nozagt, Nochal, Pavogti

καταδότης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zāle, atzīties, nozagt, pienest ziņas

καταδότης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кодош, крада, доноснича, пријавуваат

καταδότης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iarbă, turnător, informator, turnator, informatorul, spion

καταδότης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ukrást, trava, trávník, tráva, snitch

καταδότης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
udavač, tráva, Praskacie, práskač
Τυχαίες λέξεις