Przypływ στα ελληνικά

Μετάφραση: przypływ, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτερυγίζω, κύμα, τρέχω, βιασύνη, κοκκινίζω, ορμή, ροή, ξεχύνομαι, ρέω, αύξηση, απότομη αύξηση, υπερχείλισης, κύματος
Przypływ στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brudas στα ελληνικά - πουτάνα, τσούλα, πόρνη, ακατάστατη γυναίκα
  • dnieć στα ελληνικά - φωτίζω, ξανθός, ανάβω, φωτερός, αυγή, την αυγή, αυγής, ...
  • ergonomia στα ελληνικά - Εργονομία, εργονομίας, η εργονομία, Εργονομικές, της εργονομίας
  • hydrometr στα ελληνικά - υδρόμετρο, αραιόμετρο, υδρομέτρου, υδρόμετρου, του υδρόμετρου
Τυχαίες λέξεις
Przypływ στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτερυγίζω, κύμα, τρέχω, βιασύνη, κοκκινίζω, ορμή, ροή, ξεχύνομαι, ρέω, αύξηση, απότομη αύξηση, υπερχείλισης, κύματος