Przypisać στα ελληνικά

Μετάφραση: przypisać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδίδω, αναθέτω, διαπιστεύω, διορίζω, εξουσιοδοτώ, Χαρακτηριστικό, ιδιότητα, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Przypisać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • brojler στα ελληνικά - σχάρα, κρεατοπαραγωγής, κοτόπουλων κρεατοπαραγωγής, πάχυνσης, ψήσιμο
  • bębnica στα ελληνικά - φούσκωμα, μετεωρισμός, μετεωρισμό, τυμπανισμός, τυμπανισμό
  • dewiator στα ελληνικά - παρεκκλίνουσας, παρεκτραπείσας, αθετούντος, παρεκκλίνουσας επιχείρησης
  • domięśniowy στα ελληνικά - ενδομυϊκή, ενδομυϊκής, ενδομυϊκές, την ενδομυϊκή, η ενδομυϊκή
Τυχαίες λέξεις
Przypisać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδίδω, αναθέτω, διαπιστεύω, διορίζω, εξουσιοδοτώ, Χαρακτηριστικό, ιδιότητα, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα