Λέξη: κρησαρίζω
Μεταφράσεις: κρησαρίζω
κρησαρίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sieve, filter, krisarizo
κρησαρίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
zarandear, criba, tamiz, colar, destilar, filtro, filtrar, cedazo, cribar, colador, krisarizo
κρησαρίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
filtern, sieb, filter, durchdringen, filtertüte, krisarizo
κρησαρίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tamis, filtrent, cribler, crible, filtre, sas, filtrage, filtrer, filtrez, tamiser, filtrons, passoire, krisarizo
κρησαρίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crivello, vaglio, setaccio, setacciare, staccio, krisarizo
κρησαρίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
filtro, filmar, filtrar, película, filtros, krisarizo
κρησαρίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zijgen, filtreren, filteren, zeef, filter, krisarizo
κρησαρίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цедить, решето, процедить, фильтр, выцедить, профильтровать, фильтровать, процеживать, светофильтр, сито, цедилка, krisarizo
κρησαρίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sil, dørslag, filter, krisarizo
κρησαρίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
såll, filtrera, filter, krisarizo
κρησαρίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suodatin, seula, norua, sihti, suodin, suodattaa, filtteri, seuloa, krisarizo
κρησαρίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
si, krisarizo
κρησαρίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řešeto, proniknout, filtr, prosáknout, pronikat, filtrovat, síto, prosívat, cedník, cedítko, krisarizo
κρησαρίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sito, durszlak, odfiltrować, cedzidło, przefiltrować, filtrować, odsączyć, rzeszoto, cedzić, sączyć, przesączać, sączek, przetak, sączenie, przesączyć, cedzenie, krisarizo
κρησαρίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
krisarizo
κρησαρίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elek, kalbur, krisarizo
κρησαρίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
решето, сито, ізотопний, просівати, світлофільтр, фільтр, krisarizo
κρησαρίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
filtër, kulloj, krisarizo
κρησαρίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
решето, филтър, krisarizo
κρησαρίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
krisarizo
κρησαρίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõelur, filter, filtreerima, imbuma, sõel, krisarizo
κρησαρίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
cjediljka, filtrirati, brbljivac, filtar, rešetati, rešeto, prosijati, sito, krisarizo
κρησαρίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krisarizo
κρησαρίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cribrum
κρησαρίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
filtras, rėtis, sietas, krisarizo
κρησαρίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
siets, filtrs, krisarizo
κρησαρίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ситото, krisarizo
κρησαρίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
filtru, krisarizo
κρησαρίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
síto, krisarizo
κρησαρίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
filtrovať, krisarizo
Τυχαίες λέξεις