Przypuszczać στα ελληνικά

Μετάφραση: przypuszczać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρίζομαι, εικασία, φαντάζομαι, πιστεύω, περιμένω, προσδοκώ, μαντεύω, υποθέτω, υπολογίζω, αναμένω, κατηγορώ, λογαριάζω, υποπτεύομαι, υποθέσουμε, ας υποθέσουμε, ας υποθέσουμε ότι, υποθέσει
Przypuszczać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dyftong στα ελληνικά - δίφθογγος, δίφθογγο, διφθόγγου
  • efemeryda στα ελληνικά - εφήμερα, εφήμερων, ephemera, των εφήμερων
  • entropia στα ελληνικά - εντροπία, εντροπίας, η εντροπία, της εντροπίας, την εντροπία
  • estetycznie στα ελληνικά - αισθητικά, αισθητική, αισθητικώς, αισθητικής, υψηλής αισθητικής
Τυχαίες λέξεις
Przypuszczać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρίζομαι, εικασία, φαντάζομαι, πιστεύω, περιμένω, προσδοκώ, μαντεύω, υποθέτω, υπολογίζω, αναμένω, κατηγορώ, λογαριάζω, υποπτεύομαι, υποθέσουμε, ας υποθέσουμε, ας υποθέσουμε ότι, υποθέσει