Λέξη: γόμα

Σχετικές λέξεις: γόμα

γόμα ελαστικών, γόμα κάρβουνου, γομαλάκα, γόμα για μελάνι, γόμα ξανθάνης, γόμα στα αγγλικά, γόμα για κάρβουνο, γόμα τοίχου, γόμα που σβήνει το χτύπημα στα εισιτήρια του μετρό, γόμα αραβίας

Συνώνυμα: γόμα

κόμμι, ούλο, γομολάστιχα, εξαλειπτής, σβυστήρι

Μεταφράσεις: γόμα

γόμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
eraser, rubber, gum

γόμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
borrador, goma, caucho, goma de borrar, borrador de, el borrador

γόμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verhüterli, kautschuk, löscheinrichtung, gummischuh, radiergummi, radiermesser, gummi, radierer, kondom, Radiergummi, Radierer, eraser, Lösch, Schwamm

γόμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caoutchouc, grattoir, gomme, élastique, préservatif, condom, gomme à effacer, effaceur, la gomme, eraser

γόμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gomma, eraser, cancellino, l'eraser, gomma per cancellare

γόμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esfregar, borracha, friccionar, apague, eliminador, goma, apagador, eraser, de borracha

γόμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gummi, rubber, vlakgom, gom, elastiek, condoom, stuf, kapotje, rubberen, gum, wisser, gummetje, eraser

γόμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
каучук, галоша, резинка, роббер, шайба, оселок, ластик, массажистка, массажист, резина, Eraser, ластика, истиратель

γόμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
viskelær, gummi, Eraser, viskelæret, for sletting, sletting av

γόμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gummi, suddgummi, radergummi, radergummit, Eraser, sudd

γόμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pyyhekumi, kondomi, kumi, kautsu, eraser, pyyhekumia, pyyhekumin, pyyhin

γόμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gummi, viskelæder, viskelæderet, eraser

γόμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
guma, pryž, kaučuk, gumu, gumy, eraser, gumou

γόμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kauczuk, ścierka, gumka, recepturka, guma, rober, gumka do ścierania, Eraser, gumki, gumkę

γόμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
radírgumi, radír, eraser, radírt, a radír, radírral

γόμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
prezervatif, kauçuk, lastik, silgi, Eraser, silgisi, Silici

γόμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
резинка, каучуковий, жорсткий, каучук, гума, гумка, ластик, гумку, ластік

γόμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gomë, gomë të, fshirëse, llastik

γόμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кондом, презерватив, каучук, гума, Eraser, гумичка, Ластик, гумичката

γόμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гумка, гумку

γόμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kustutuskumm, kustutaja, eraser, kustutuskummi, kummitööriist

γόμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
guma, gumen, brisač, kaučuk, brisalo, gumica, Eraser, gumicu

γόμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gúmmí, strokleður, Eraser, Strokleðrið

γόμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prezervatyvas, guma, trintukas, eraser, trintuko, trintuku, kempinė

γόμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prezervatīvs, gumija, dzēšgumija, dzēšgumiju, dzēšamgumiju, eraser

γόμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гума, гума за бришење, гумичка, гума за, гумичка да

γόμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cauciuc, radieră, radiera, gumă de șters, eraser, radierei

γόμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
guma, radirka, radirko, eraser, brisalca, brisalec

γόμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
guma, gumový
Τυχαίες λέξεις