Λέξη: ξύσμα
Σχετικές λέξεις: ξύσμα
ξύσμα λεμονιού, ξύσμα περγαμόντου, ξύσμα πορτοκαλιού, ξύσμα νεραντζιού, ξύσμα νεράντζι, ξύσμα περγαμόντο, ξύσμα λεμονιού αντικαρκινικό, ξύσμα αγγλικά, ξύσμα πορτοκαλιού αγγλικά, ξύσμα πορτοκάλι
Συνώνυμα: ξύσμα
τεμάχιο, κομματάκι, θρύψαλο, απόρριμμα, υπόλειμμα
Μεταφράσεις: ξύσμα
ξύσμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
peel, scrap, zest, grated, rind
ξύσμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pelar, descascarar, mondar, hollejo, corteza, chatarra, desechos, de chatarra, desecho, la chatarra
ξύσμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schale, schälen, Schrott, scrap
ξύσμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
zeste, éplucher, pèlent, peler, peau, écorce, écaler, pelez, pelure, coque, pelage, écosser, pelons, épluchure, ferraille, débris, déchets, la ferraille, ferrailles
ξύσμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pelare, mondare, sbucciare, buccia, scorza, rottame, scarto, rottami, rottami di, scrap
ξύσμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casca, suporte, fragmento, sucata, sucata de, de sucata, scrap
ξύσμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afpellen, schillen, jassen, stukje, schroot, afval, restanten, restanten van
ξύσμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
цедра, почистить, кожица, ободрать, скорлупа, сходить, чистить, лупиться, облупливать, обдирать, шкурка, очищать, лупить, вышелушивать, шелуха, шелушить, лом, лома, отходов, отходы, металлолома
ξύσμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skall, skrap, avfall, utklipp
ξύσμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skal, skala, skrot, skrot av, avfall
ξύσμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuori, nylkeä, kesiä, liuskoilla, kuoria, romu, romun, -romu, romua, scrap
ξύσμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bark, skrot, skrot af, affald
ξύσμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kůra, odkorňovat, okrájet, loupat, oloupat, slupka, šrot, šrotu, odpad, zbytky, šrot z
ξύσμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
skóra, korować, łuskać, łupina, łuszczyć, obłupywać, obierać, skórka, skrawek, kawałek, złom, złomu, odpady
ξύσμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
péklapát, felhám, darabka, törmelék, hulladék, -törmelék, törmeléket
ξύσμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabuk, soymak, hurda, hurdası
ξύσμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лушпайку, лупитися, шкірочку, шкаралупа, сходити, лом, брухт
ξύσμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
cipë, copëz, skrap, skrape, braktisur, kthime
ξύσμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парче, скрап, отломки, остатъци, отпадъци
ξύσμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лом, крышан
ξύσμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koorima, koor, vanametall, jäägid, -jäägid, vanametalli, jääke
ξύσμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skinuti, kora, oljuštiti, ljuska, otpaci, bilješka, komadić, staro željezo, tući se
ξύσμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rusl, brotajárn, skrappa, úrgangur, rusl úr
ξύσμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cortex
ξύσμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metalo laužas, laužas, laužo, liekanos
ξύσμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atkritumi, lūžņi, lūžņu, lūžņus, atgriezumi
ξύσμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
старо, остатоци, отпадоци, отпад, отпадоци од
ξύσμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cura, resturi, resturi de, fier vechi, resturile, deșeuri de
ξύσμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
olupiti, ostanki, ostanki iz, odpadnih, ostankov, odpadne
ξύσμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kura, šrot, zvyšky, šrot z, šrotu