Przyrządzać στα ελληνικά
Μετάφραση: przyrządzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόρεμα, ντύνω, ντύνομαι, μάγειρας, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- administracyjnie στα ελληνικά - διοικητικά, διοικητική, από διοικητική, διοικητικό, διοικητική άποψη
- antyelektron στα ελληνικά - αντινετρίνο
- asygnować στα ελληνικά - κατάλληλος, αναθέτω, διανέμω, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, κατανέμω, κατανομή, ...
- awantura στα ελληνικά - διαπληκτίζομαι, κωπηλατώ, σειρά, ταραχή, καυγαδίζω, καυγάς, συμπλοκή, ...
Τυχαίες λέξεις
Przyrządzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόρεμα, ντύνω, ντύνομαι, μάγειρας, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα
Μεταφράσεις: φόρεμα, ντύνω, ντύνομαι, μάγειρας, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα