Przyrzeczenie στα ελληνικά
Μετάφραση: przyrzeczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπόσχεση, εχέγγυο, υπόσχομαι, ορκίζομαι, όρκος, τάζω, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- awokado στα ελληνικά - αβοκάντο, το αβοκάντο, του αβοκάντο, avocado
- fermentować στα ελληνικά - βράζω, ένζυμο, ζύμη, αναβράζω, βρασμός, ζυμώσεις
- gnilcowy στα ελληνικά - στομακάκικος, σκορβουτικός
Τυχαίες λέξεις
Przyrzeczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπόσχεση, εχέγγυο, υπόσχομαι, ορκίζομαι, όρκος, τάζω, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή
Μεταφράσεις: υπόσχεση, εχέγγυο, υπόσχομαι, ορκίζομαι, όρκος, τάζω, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή