Λέξη: φούσκα

Σχετικές λέξεις: φούσκα

φούσκα λεβιέ ταχυτήτων, φούσκα χρηματιστηρίου, φούσκα στο στόμα, φούσκα ακινήτων, φούσκα τούρτες, φούσκα κατοικίας, φούσκα της θάλασσας, φούσκα θαλασσινό, φούσκα ημιαξονίου, φούσκα full movie

Συνώνυμα: φούσκα

κύστη, κύστις, φουσκάλα, φύσημα, μπουφές, πνοή, φούσκωμα, ουροδόχος κύστη, σαμπρέλλα, ψωροπερήφανος, ασκός, φαφλατάς

Μεταφράσεις: φούσκα

φούσκα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bubble, blister, puff, bladder, balloon

φούσκα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
borbollar, bullir, vesícula, burbuja, ampolla, vejiga, soplo, bocanada, de soplo, puff, hojaldre

φούσκα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rülpsen, blase, sprudeln, luftblase, brandblase, radarkuppel, pustel, beobachterstand, hautblase, puff, Zug, Puste, Blätterteig

φούσκα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boursouflure, vessie, bouillonner, cloque, ampoule, pétiller, bulle, cloquer, bouffée, feuilletée, pâte, souffle, puff

φούσκα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gorgogliare, vescica, bolla, ribollire, bollire, soffio, sbuffo, puff, di soffio, soffio di

φούσκα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vesícula, bolha, bexiga, sopro, baforada, de sopro, folhada, sopro de

φούσκα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blaasje, blaar, blaas, borrelen, trekje, poef, rookwolk, bladerdeeg, puff

φούσκα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пузырек, журчать, пузырь, волнение, клубень, клокотать, кипеть, пузыриться, волдырь, слойка, слоеного, пуховка, слоеное, слойки

φούσκα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blære, blemme, puff, vindpust, drag, eksfolieringshodet, blåse

φούσκα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blemma, porla, blåsa, bubbla, puff, bloss, pust

φούσκα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuplahalli, pore, kupla, liplattaa, röyhtäistä, kupruilla, kupru, pursuta, pullistaa, puff, imaisu, pöllähdys, puuterihuisku

φούσκα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blære, puff, pust, sug, drag, pudderkvast

φούσκα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klokotat, bublina, puchýř, bafat, závan, kynutého, listového, z listového

φούσκα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bąbel, entuzjazmować, balon, balonik, pęcherz, pęcherzyk, wrzeć, odparzenie, bulgotać, bańka, odcisk, ptyś, podmuch, dmuchnięcie, chuch, dmuchać

φούσκα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
buzogás, bugyborékolás, pezsgés, buborék, zárvány, fuvalom, pöfékel, puff, leveles, felfúj

φούσκα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köpük, kaynamak, puf, puff, milföy, kabarıklık, lüle

φούσκα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пузир, пухир, заворушення, хвилювання, булька, бульбашка, слойка, шарування

φούσκα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
duhmë, fryj, frymë, tortë me krem, shtëllungë tymi

φούσκα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
облаче, полъх, смукване, бутер, издувам

φούσκα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слойка

φούσκα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rakk, mulisema, mull, pahv, puff, koorija, pihustus, mahvi

φούσκα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mjehur, prištić, balon, žulj, varka, balona, plik, balonu, napuhati, izbacivanje, od lisnatog, dah, jastučić za pudranje

φούσκα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
púst, blása, pufF

φούσκα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vesica

φούσκα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
virti, burbulas, gūsis, papsėti, pūkšti, dūmo užtraukimas, nepelnytas gyrimas

φούσκα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tulzna, burbulis, dvesma, mākonis, pūsma, izpūst dūmu, dūmu mākonis

φούσκα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
издувам, еклер, облаче, лиснато, лиснати

φούσκα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sufla, puf, puff, puf de, fum

φούσκα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
puff, vpih, puf, listnatega, Lisnato

φούσκα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bublina, bublinka, bafat

Στατιστικά δημοτικότητας: φούσκα

Τυχαίες λέξεις