Przysposobić στα ελληνικά
Μετάφραση: przysposobić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδέχομαι, υιοθετώ, προιδεάζω, προδιαθέτω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brodawka στα ελληνικά - κονδύλωμα, ρόγα, κρεατοελλιά, κονδυλωμάτων, μυρμηγκιά, ακροχορδώνα, ακροχόρδονες
- chrzczenie στα ελληνικά - βάφτιση, Βάπτισης, βάπτιση, Βαπτιστικά, τη βάπτιση
- intratność στα ελληνικά - απολαβή
- izolacja στα ελληνικά - καθυστέρηση, αποκόλληση, απομόνωση, σηκός, μόνωση, μόνωσης, μονωτικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Przysposobić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, υιοθετώ, προιδεάζω, προδιαθέτω
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, υιοθετώ, προιδεάζω, προδιαθέτω