Λέξη: διαπραγματευτής

Σχετικές λέξεις: διαπραγματευτής

ειδικόσ διαπραγματευτήσ, μαυρογιάννης διαπραγματευτής, προσεκτικόσ διαπραγματευτήσ, βασικός διαπραγματευτής

Συνώνυμα: διαπραγματευτής

μεσολαβητής

Μεταφράσεις: διαπραγματευτής

διαπραγματευτής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
negotiator, maker, market maker, dealer, trader

διαπραγματευτής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
negociador, negociador de, el negociador, negociadora, negociadores

διαπραγματευτής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterhändler, Unterhändler, Vermittler, Verhandlungs, Verhandlungsführer

διαπραγματευτής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
négociateur, négociateur en, le négociateur, négociatrice, de négociateur

διαπραγματευτής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
negoziatore, negoziatrice, negoziatore di, il negoziatore, negoziatori

διαπραγματευτής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
negociador, negociadora, negociador de, o negociador, negociadores

διαπραγματευτής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderhandelaar, handelaars, bemiddelaar, onderhandelingspartner

διαπραγματευτής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
посредник, лицо, переговорщик, переговорах, переговорщиком, на переговорах

διαπραγματευτής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forhandler, forhandlings, forhandlingsleder

διαπραγματευτής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förhandlare, förhandlaren, förhandlings

διαπραγματευτής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
neuvottelija, neuvottelijan, neuvottelijana, neuvottelijalle, neuvotteluasemaan

διαπραγματευτής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forhandler, forhandleren, forhandlingspartner, forhandlingsleder

διαπραγματευτής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyjednavač, vyjednávač, vyjednavačem, vyjednavače, negotiator

διαπραγματευτής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
negocjator, negocjatorem, negocjatora, negotiator

διαπραγματευτής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közvetítő, főtárgyaló, tárgyalópartneri, főtárgyalót, tárgyalónak

διαπραγματευτής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arabulucu, müzakerecisi, müzakereci, arabulucusu, bir müzakereci

διαπραγματευτής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
особу, обличчя, посередник, лице, особа, посредник, посередника

διαπραγματευτής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
negociatori, kryenegociatori, negociatori i, negociator

διαπραγματευτής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посредник, преговарящ, преговарящ на, преговарящ за, преговарящ по

διαπραγματευτής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасярэднік, пасрэднік, пасроднік

διαπραγματευτής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
läbirääkija, läbirääkijana, läbirääkijale, läbirääkijaks, läbirääkijat

διαπραγματευτής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posrednik, pregovarač, pregovaracc, pregovarac, pregovaraè

διαπραγματευτής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samningamaður, aðalsamningamaður

διαπραγματευτής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarpininkas, derybininkas, derybininko, derybininkė

διαπραγματευτής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sarunu vedējs, starpnieks, sarunu, sarunu vadītājs, starpniekam

διαπραγματευτής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
преговарач, преговарачот, преговарач за, преговарач со

διαπραγματευτής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
negociator, negociatorul, de negociator

διαπραγματευτής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pogajalec, pogajalka, pogajalca, pogajalcev

διαπραγματευτής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprostredkovateľ, vyjednávač, vyjednavac
Τυχαίες λέξεις