Przystępować στα ελληνικά

Μετάφραση: przystępować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδέω, συνενώνω, αποδέχομαι, ενώνω, αντιμετωπίζω, κατατάσσομαι, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
Przystępować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dopomagać στα ελληνικά - επικουρία, βοήθεια, αρωγή, βοηθός, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, ...
  • faktoryzacja στα ελληνικά - παραγοντοποίηση, παραγοντοποίησης, την παραγοντοποίηση, η παραγοντοποίηση, factorization
  • fotopowielacz στα ελληνικά - φωτοπολλαπλασιαστής, φωτοπολλαπλασιαστή, φωτοπολλαπλασιαστού, φωτοπολλαπλασιαστών, φωτοπολλαπλασιαστικού
  • grasować στα ελληνικά - τριγυρίζω, κυνήγι, prowl, Ψιψίνα, αρπαγή
Τυχαίες λέξεις
Przystępować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδέω, συνενώνω, αποδέχομαι, ενώνω, αντιμετωπίζω, κατατάσσομαι, ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν