Przywiędnąć στα ελληνικά
Μετάφραση: przywiędnąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάβαρο, σημαία, μπαϊράκι, μαραίνω, μαραίνονται, μαραθούν, μαραθεί, σβήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deklinacja στα ελληνικά - κλίση, κλίσης, κλιτική, Τα παρεπόμενα
- dogrzać στα ελληνικά - καίω, ζεσταίνω, θερμαίνω, ζέστη, καψαλίζω, ζεστός, θερμός, ...
- doprecyzować στα ελληνικά - διευκρινίσει, αποσαφηνίσει, αποσαφήνιση, να διευκρινίσει, διευκρινιστεί
- dyshonor στα ελληνικά - δυσμένεια, ατιμία, ντροπή, dishonor, την ατίμωση, ατιμίαν
Τυχαίες λέξεις
Przywiędnąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάβαρο, σημαία, μπαϊράκι, μαραίνω, μαραίνονται, μαραθούν, μαραθεί, σβήσει
Μεταφράσεις: λάβαρο, σημαία, μπαϊράκι, μαραίνω, μαραίνονται, μαραθούν, μαραθεί, σβήσει