Równość στα ελληνικά
Μετάφραση: równość, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισότητα, ευθυδικία, ισοτιμία, εξίσωση, ισότητας, την ισότητα, της ισότητας, ισότητα των
Μεταφράσεις
- abiturient στα ελληνικά - αποφοιτώ, απόφοιτος, πτυχιούχος, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακούς
- audytor στα ελληνικά - ελεγκτής, ελεγκτή, ελεγκτών, ελεγκτές
- dojrzały στα ελληνικά - ώριμος, ωριμάζω, μεστός, μεστώνω, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ...
- glosariusz στα ελληνικά - λεξιλόγιο, γλωσσάριο, Γλωσσάρι, Γλωσσάρι Α, γλωσσαρίου, γλωσσάριου
Τυχαίες λέξεις
Równość στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισότητα, ευθυδικία, ισοτιμία, εξίσωση, ισότητας, την ισότητα, της ισότητας, ισότητα των
Μεταφράσεις: ισότητα, ευθυδικία, ισοτιμία, εξίσωση, ισότητας, την ισότητα, της ισότητας, ισότητα των