Λέξη: άγκιστρο

Σχετικές λέξεις: άγκιστρο

άγκιστρο σερρών ξενοδοχεία, άγκιστρο σερρών ξύλινο χωριό, άγκιστρο ξύλινο χωριό, άγκιστρο ξενοδοχεία, άγκιστρο λουτρά, άγκιστρο σερρών ξενώνες, άγκιστρο σερρών χάρτης, άγκιστρο διαμονή, άγκιστρο σερρών, άγκιστρο σερρών λουτρά

Συνώνυμα: άγκιστρο

καμάκι, αγγίστρο, γάντζος, δυσκολία, τσεγκέλι, τσιγγέλι, μαγκούρα

Μεταφράσεις: άγκιστρο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hook, the hook, anchor, bracket, hook is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anzuelo, gancho, gancho de, de gancho, del gancho
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stehlen, haken, aufhänger, Haken, Hakens, Anschluß
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
accroc, croc, voler, crochet, accrocher, courber, hameçon, agrafe, crochets, crochet de, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
uncino, uncinare, agganciare, uncinetto, gancetto, rampino, gancio, hook, gancio di, amo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enganchar, casco, anzol, gancho, gancho de, de gancho, hook
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
haakje, slot, spang, haak, aansluiting, aansluiting t, hook
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
серп, багор, крюк, выудить, выуживать, зацеплять, шип, гак, захватка, зацепка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hake, hekte, krok, kroken, hook
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hake, krok, kroken
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koukku, varastaa, koukata, haka, onki, koukkulava, koukun, hook, koukkuun
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hægte, medekrog, knage, krog, krogen, hook, nålen, røret
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
skoba, zaháknout, hák, ohnout, zachytit, háček, klička, udice, háku, hook, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
hak, zahaczać, zaczepiać, zagiąć, ogonek, zaczepić, skrzywić, zagięcie, haczyk, zahaczyć, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
akasztó, horog, kampó, hook, horgos, horgot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kanca, çengel, kancalı, kancası, hook
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гак, гачок, серп, крючок, крюк, гака
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fiksohem, goditje, grep, goditje e, goditje të
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кука, куката, куки, кука от
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крук, гак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haakima, löök, konks, konksu, hook, konksul, haak
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čaklja, udica, saviti, kuka, zakačiti, kuku, kukom, hook
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snagi, krókur, krók, friði, krókinn, Krókurinn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kabliukas, kablys, kabliu, hook, kablio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
āķis, āķi, ar āķi, āķa, hook
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кука, јадица, јадицата, куката, рачка
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârlig, carlig, cârlig de, cu cârlig, cârligului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obešalnik, kavelj, hook, kljuka, kljuko, kljuke
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hák, háčik
Τυχαίες λέξεις