Λέξη: κουπόνι
Σχετικές λέξεις: κουπόνι
κουπόνι προσφοράς public, κουπόνι μπάσκετ, κουπόνι πάμε στοίχημα οπαπ, κουπόνι στοιχήματος live, κουπόνι στοίχημα οπαπ, κουπόνι στοιχηματος, κουπόνι οπαπ download, κουπόνι οπαπ μπάσκετ, κουπόνι airfasttickets, κουπόνι οπαπ, κουπόνι στοιχήματος, στοίχημα, στοίχημα κουπόνι
Συνώνυμα: κουπόνι
τοκομερίδιο, απόκομμα, δελτίο, τομομερίδιο
Μεταφράσεις: κουπόνι
κουπόνι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
token, coupon, voucher, slip, ticket
κουπόνι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
señal, seña, recuerdo, cupón, promocional que puede ser, promocional que, promocional que puede, cupón de
κουπόνι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
andenken, kürzel, merkmal, zeichen, markierung, Gutschein, Coupon, Kupon
κουπόνι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
signe, marque, insigne, signal, jeton, stigmate, symptôme, indice, souvenir, repère, coupon, promo, promo éventuellement, bon, coupons
κουπόνι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricordo, buono, coupon, cedola, promozionale, promozione
κουπόνι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
privada, retrete, prova, aceno, símbolo, cupom, cupão, coupon, de cupom, cupom de
κουπόνι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gedenkschrift, souvenir, aandenken, bewijs, teken, adstructie, gedenkteken, gedachtenis, coupon, bon, couponcode, couponrente, waardebon
κουπόνι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
знак, жетон, примета, признак, символ, предзнаменование, талон, купон, купона, купонного, купонный, купону
κουπόνι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erindring, tegn, kupong, kupongen
κουπόνι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
minne, kupong, kupongen, kupongränta
κουπόνι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muisto, muistutus, erityispiirre, piirre, rahake, merkki, kuponki, Kupongin, kuponkikorko, korko, kuponkikoodi
κουπόνι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tegn, kupon, kuponen, kuponrente, rente
κουπόνι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odznak, památka, příznak, známka, znak, znamení, projev, upomínka, kupón, kupon, poukázka, kupónem, kuponu
κουπόνι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pamiątka, leksem, znamię, oznaka, żeton, znak, kupon, odcinek, kuponu, coupon, kuponów
κουπόνι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jelkép, részleges, jelölés, tantusz, kupon, szelvény, kupont, szelvényt, kamatszelvény
κουπόνι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kupon, kuponlu, kuponu, bir kupon
κουπόνι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
яким, яку, які-небудь, що, яких-таких, купон, Роздрукувати купон
κουπόνι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shenjë, kupon, Kuponi, kuponit, kupon të, kupon për
κουπόνι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жетон, купон, талон, купонно, купона, талона
κουπόνι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
купон
κουπόνι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
märk, sõne, kupong, kupongi, kupong postiga alljärgneval, kupongiga
κουπόνι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
simbol, oznaka, signal, znak, uspomena, kupon, na susret, kupona, bon, kuponska
κουπόνι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afsláttarmiði, afsláttarmiða, afsláttarmiðinn, um afsláttarmiða, afsláttarmiða fyrir
κουπόνι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
titulus, nota, signum
κουπόνι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kuponas, atkarpa, atkarpos, kupono
κουπόνι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zīme, kupons, kupona Nr, kupona, kuponu, kuponam
κουπόνι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
забава, купонот, купон, талон, купони
κουπόνι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amintire, cupon, promoțional, promoțional pentru, promotional, cuponului
κουπόνι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kupon, kupona, kuponska, bon, kupon je
κουπόνι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
symbolický, symbol, kupón, certifikát
Στατιστικά δημοτικότητας: κουπόνι
Τυχαίες λέξεις