Równolegle στα ελληνικά
Μετάφραση: równolegle, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονα, παράλληλο, παράλληλος, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alicja στα ελληνικά - Αλίκη, alice, η Alice, οι alice, είναι alice
- ekspansywny στα ελληνικά - επεκτατικός, επεκτατική, επεκτατικής, επεκτατικές, επεκτατικό
- finalista στα ελληνικά - φιναλίστ, finalist, φιναλίστ του
- garnirować στα ελληνικά - κουρεύω, κομψός, κλαδεύω, ψαλιδίζω, γαρνιτούρα, γαρνίρισμα, γαρνίρετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Równolegle στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, παράλληλο, παράλληλος, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, παράλληλο, παράλληλος, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες