Λέξη: δύσκαμπτος

Σχετικές λέξεις: δύσκαμπτος

δύσκαμπτος συνωνυμο, δύσκαμπτος μεγάλος δάκτυλος

Συνώνυμα: δύσκαμπτος

σκληρός, αλύγιστος, άκαμπτος, πομπώδης, αξιοπρεπής

Μεταφράσεις: δύσκαμπτος

δύσκαμπτος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stilted, stiff, rigid, cumbersome, inflexible

δύσκαμπτος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rígido, rígida, tieso, tiesa, rígidas

δύσκαμπτος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gestelzt, geziert, steif, starr, steifen, steife, steifer

δύσκαμπτος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
échasse, affecté, raide, rigide, raides, rigides, raideur

δύσκαμπτος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rigido, rigida, rigidi, rigide, duro

δύσκαμπτος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rígido, rijo, duro, dura, rígida

δύσκαμπτος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stijf, stijve, stevige, stug, stevig

δύσκαμπτος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неестественный, напыщенный, высокопарный, ходульный, жесткий, жесткой, жесткая, жесткими, жестким

δύσκαμπτος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stiv, stive, stivt, sterk, hard

δύσκαμπτος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stel, hård, styv, styvt, styva

δύσκαμπτος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäykkä, jäykkiä, jäykkää, jäykän, jäykät

δύσκαμπτος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stiv, stive, stift, hård

δύσκαμπτος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
afektovaný, tuhý, tuhá, ztuhlé, ztuhlý, ztuhlá

δύσκαμπτος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sztuczny, nienaturalny, koturnowy, sztywny, zesztywniały, sztywne, sztywna, sztywno

δύσκαμπτος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
magasított, cicomás, merev, kemény, merevek, mereven

δύσκαμπτος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sert, katı, sert bir, sıkı bir, stiff

δύσκαμπτος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жорсткий, твердий, жорстку

δύσκαμπτος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i ngurtë, ngurtë, e ashpër, të ngurtë, fortësoni

δύσκαμπτος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
схванат, корав, твърд, ожесточената, скован

δύσκαμπτος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жорсткі, цвёрды, цвёрдая, цвёрдую

δύσκαμπτος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jäik, jäigad, kange, jäiga, kõva

δύσκαμπτος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izvještačen, neprirodan, krut, ukočen, tvrd, ukočeni, kruta

δύσκαμπτος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stífur, stíf, stíft, stífir, þrjósku

δύσκαμπτος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
standus, kieta, tvirtas, kietas, sustingęs

δύσκαμπτος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stīvs, stīva, spēcīga, stingrs

δύσκαμπτος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вкочанети, тврд, беспомошна, вкочанет, вкочанета

δύσκαμπτος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rigid, rigidă, tare, stiff, înțepenit

δύσκαμπτος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trd, stiff, toga, togi, tog

δύσκαμπτος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tuhý, tuhé, pevný
Τυχαίες λέξεις