Rozpoczynać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozpoczynać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξαναρχίζω, ανοίγω, ανοικτός, αρχίζω, ανοιχτός, εγκαινιάζω, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, μετά την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biadolić στα ελληνικά - γκρίνια, μουγκρίζω, υποκρισία, στενάζω, γκρινιάζω, μουγκρητό, κλαψούρισμα, ...
- błahość στα ελληνικά - επιπολαιότητα, inconsequence
- dezorganizować στα ελληνικά - αποδιοργανώνω, αποδιοργανώνουν, αποπροσανατολίσουν, αποδιοργανώσει, αναστατώνω
- hemisfera στα ελληνικά - ημισφαίριο, ημισφαιρίου
Τυχαίες λέξεις
Rozpoczynać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξαναρχίζω, ανοίγω, ανοικτός, αρχίζω, ανοιχτός, εγκαινιάζω, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, μετά την
Μεταφράσεις: ξαναρχίζω, ανοίγω, ανοικτός, αρχίζω, ανοιχτός, εγκαινιάζω, θέση, ταχυδρομείο, μετά, υστέρων, μετά την