Αρχίζω στα πολωνικά

Μετάφραση: αρχίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
startować, przerazić, zaczynać, ustanawiać, ustanowić, uruchomić, rozpocząć, uruchamiać, wzdrygać, wyruszać, spłoszyć, płoszyć, początek, zrywać, rozpoczynać, zacząć, start, rozruch, rozpoczęcia, startu
Αρχίζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρχίζω

αρχίζω συνώνυμα, αρχίζω δραστηριότητες για παιδιά 3-4 ετών, αρχίζω και τρελαίνομαι, αρχίζω πόλεμο γαρμπή, αρχίζω και τρελαίνομαι στίχοι, αρχίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, αρχίζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αρχέγονος στα πολωνικά - prymitywny, pierwotny, prymitywne, prymitywna, prymitywnych
  • αρχή στα πολωνικά - ustanawiać, wzdrygać, uruchamiać, reguła, wyruszać, startować, ustanowić, ...
  • αρχαίος στα πολωνικά - archaiczny, starożytny, antyczny, starożytnej, ancient, starożytne
  • αρχαιολογία στα πολωνικά - archeologia, archeologii, archeology, archeologiczne
Τυχαίες λέξεις
Αρχίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: startować, przerazić, zaczynać, ustanawiać, ustanowić, uruchomić, rozpocząć, uruchamiać, wzdrygać, wyruszać, spłoszyć, płoszyć, początek, zrywać, rozpoczynać, zacząć, start, rozruch, rozpoczęcia, startu