Rozsądzić στα ελληνικά

Μετάφραση: rozsądzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαιτητεύω, προσαρμόσει, ρυθμίστε, προσαρμόσετε, ρυθμίσετε, προσαρμόστε
Rozsądzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antropofagia στα ελληνικά - ανθρωποφαγία
  • denerwujący στα ελληνικά - αγωνιώδη συνάντηση, γερά νεύρα, νεύρο-, σπάσιμο νεύρων, για γερά νεύρα
  • elegijny στα ελληνικά - ελεγειακός, ελεγειακή, ελεγειακό, ελεγειακά, ελεγειακής
  • inkwizycyjny στα ελληνικά - εξεταστικός, την Ιερά Εξέταση, Ιερά Εξέταση, ανακριτική, από την Ιερά Εξέταση
Τυχαίες λέξεις
Rozsądzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαιτητεύω, προσαρμόσει, ρυθμίστε, προσαρμόσετε, ρυθμίσετε, προσαρμόστε