Rozszerzać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozszerzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίτεχνος, πλαταίνω, επεκτείνω, φουσκώνω, διαστέλλω, ενισχύω, διευρύνω, εκτείνομαι, λεπτομερής, προσεγμένος, εκτείνω, φαρδαίνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fotografik στα ελληνικά - φωτογράφος, φωτογράφου, φωτογράφο
- harfiarz στα ελληνικά - αρπιστής, Harper, Χάρπερ, του Harper, το Harper
- hasać στα ελληνικά - χορεύω, κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, γιορτάσουμε
- inspektorat στα ελληνικά - Επιθεώρηση, επιθεώρησης, επιθεωρητών, σώμα επιθεωρητών, υπηρεσία επιθεώρησης
Τυχαίες λέξεις
Rozszerzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίτεχνος, πλαταίνω, επεκτείνω, φουσκώνω, διαστέλλω, ενισχύω, διευρύνω, εκτείνομαι, λεπτομερής, προσεγμένος, εκτείνω, φαρδαίνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Μεταφράσεις: περίτεχνος, πλαταίνω, επεκτείνω, φουσκώνω, διαστέλλω, ενισχύω, διευρύνω, εκτείνομαι, λεπτομερής, προσεγμένος, εκτείνω, φαρδαίνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί