Λέξη: τραπέζιο

Σχετικές λέξεις: τραπέζιο

τραπέζιο αγγλικα, τραπέζιο ασκήσεις, τραπέζιο ιδιότητες, τραπέζιο ορισμός, ορθογώνιο τραπέζιο, τραπέζιο wiki, ισοσκελές τραπέζιο, τραπέζιο σχήμα

Συνώνυμα: τραπέζιο

αιώρα σχοινοβάτου

Μεταφράσεις: τραπέζιο

τραπέζιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trapeze, trapezium, trapezoid, trapezoidal, a trapezium

τραπέζιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trapecio, de trapecio, trapeze, del trapecio, el trapecio

τραπέζιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trapez, Trapez, trapeze, Trapezes

τραπέζιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trapèze, trapeze, de trapèze, le trapèze, trapéziste

τραπέζιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trapezio, trapeze, a trapezio, trapezista, di trapezio

τραπέζιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trapézio, trapeze, de trapézio, do trapézio, trapezista

τραπέζιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trapeze, trapezium, de trapeze, trapeziumvormige

τραπέζιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трапеция, трапеции, трапецеидальные, на трапеции, трапецию

τραπέζιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trapes, trapeze, trapesen, trapeslignende

τραπέζιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trapets, trapeze, trapetsen, trapezen

τραπέζιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
trapetsi, trapeze, trapetsin, trapetsikierteinen, puolisuunnikkaan

τραπέζιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trapez, Trapeze, Trapezen

τραπέζιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lichoběžník, trapéz, trapézové, hrazda, hrazdě, trapézový

τραπέζιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trapez, Trapeze, trapezu, trapezie, trapezowe

τραπέζιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
trapéz, trapézon, trapézgyűrűs, trapézt

τραπέζιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
trapez, trapeze, olarak trapez, trapezciler

τραπέζιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трапеція, трапеция

τραπέζιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trapez

τραπέζιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
трапец, трапецовидна, трапецовидно, трапеца, трапецовиден

τραπέζιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трапецыя

τραπέζιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trapets, Trapeze, trapetskeermete, rippkang lastele

τραπέζιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
trapez, Trapeze, trapeza, nalaz trapeza

τραπέζιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trapeze

τραπέζιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trapecija, trapecijos, Trapeze, turnikas

τραπέζιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trapece

τραπέζιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трапез, трапец, трапезен, трапезна, трапез од

τραπέζιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trapez, trapezoidale, trapezoidal, trapezoidală, trapeze

τραπέζιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trapeze, trapez, trapezu, trapezna, trapezasto

τραπέζιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hrazda, trapéz, trapézu
Τυχαίες λέξεις