Rychło στα ελληνικά
Μετάφραση: rychło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύντομος, σύντομα, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, συντομότερα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cierpliwy στα ελληνικά - υπομονετικός, ασθενής, ασθενή, ασθενούς, ασθενών, των ασθενών
- duszpasterz στα ελληνικά - παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
- dyfteria στα ελληνικά - διφθερίτιδα, διφθερίτιδας, της διφθερίτιδας, διφθερίτιδος, της διφθερίτιδος
- gasik στα ελληνικά - Gasik
Τυχαίες λέξεις
Rychło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύντομος, σύντομα, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, συντομότερα
Μεταφράσεις: σύντομος, σύντομα, μόλις, συντομότερο, ταχύτερο, συντομότερα