Sączkować στα ελληνικά

Μετάφραση: sączkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στραγγίζω, οχετός
Sączkować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dyskursywny στα ελληνικά - ασυνάρτητος, παρεκβατικός, παρεκβατική, παρεκβατικό, λόγου
  • egzotycznie στα ελληνικά - εξωτικά, exotically, τύπους τροπικών
  • gehenna στα ελληνικά - δοκιμασία, γεένα, Γέενα, Gehenna, γέεννα, η γέεννα
  • głaskać στα ελληνικά - χτύπημα, εγκεφαλικό, θωπεύω, χαϊδεύω, κτύπημα, αποπληξία, προσβολή, ...
Τυχαίες λέξεις
Sączkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στραγγίζω, οχετός