Λέξη: αναβάλλω

Σχετικές λέξεις: αναβάλλω

αναβάλλω προταση, αναβάλλω αρχικοι χρονοι, αναβάλλω ή αναβάλω, αναβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω παρατατικός, αναβάλλω στα αγγλικά, αναβάλλω english, αναβάλλω κλιση, αναβάλλω αναβάλω, αναβάλλω αοριστος

Συνώνυμα: αναβάλλω

διαμένω, σταματώ, στέκομαι, μένω, αντέχω, καθυστερώ, σέβομαι, επιβραδύνω, χρονοτριβώ, αργοπορώ, αποφεύγω, σταβλίζω, ακυρώνω, διαγράφω, ματαιώνω, διακόπτω, διαλύω βουλήν επ' αόριστο

Μεταφράσεις: αναβάλλω

αναβάλλω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
postpone, defer, stall, procrastinate, prorogue, put off

αναβάλλω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
posponer, trasladar, diferir, postergar, aplazar, puesto, establo, parada, puesto de, la parada

αναβάλλω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschieben, Stall, Stand

αναβάλλω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
différez, atermoyer, différons, ajournons, repousser, soumettre, plier, remettre, ajournent, ajournez, reculer, ajourner, surseoir, temporiser, différer, arriérer, stalle, étal, stand, décrochage, cabine

αναβάλλω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rinviare, differire, posticipare, soprassedere, rimandare, stallo, bancarella, stalla, box, di stallo

αναβάλλω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pospor, adiar, carteiro, tenda, barraca, baia, estábulo, tenda do

αναβάλλω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schorsen, aanhouden, verschuiven, uitstellen, opschorten, verdagen, kraam, stalletje, stal, box, stall

αναβάλλω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взвесить, подчинять, отсрочить, медлить, уступать, учитывать, отсрочивать, задерживать, оттягивать, считаться, откладывать, отложить, подчиняться, киоск, стойло, кабина, срыв, ларек

αναβάλλω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utsette, stall, båsen, nisje, stopp, bås

αναβάλλω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bordlägga, uppskjuta, stall, stånd, båset, bås

αναβάλλω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lykätä, viivyttää, alistua, nöyristellä, pilttuu, stall, sakkaus, viivästysajastin, keskeytystilan

αναβάλλω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udskyde, udsætte, stall, bås, bod, båsen, stalden

αναβάλλω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odkládat, podrobit, odročit, odsunout, otálet, ustoupit, odložit, stánek, stání, kout, zablokování, stánku

αναβάλλω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odkładać, odraczać, odłożyć, przełożyć, ulegać, odroczyć, stoisko, kram, stragan, prysznicowa, stall

αναβάλλω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átesés, halogat, istálló, zuhanyfülke, bódé

αναβάλλω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ertelemek, ahır, durak, kabini, stall, Sıkışma

αναβάλλω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкладіться, рахуватися, уступати, відкласти, післяпологовий, одурманення, кіоск, киоск

αναβάλλω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tezgë, vend parkimi, qoshk, stallë, gisht

αναβάλλω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сергия, щанд, срив, обора, на срив

αναβάλλω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кіёск, шапік

αναβάλλω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
müügilaud, kiosk, seiskumissuhe, varisemine, varisemiskiirus

αναβάλλω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odgađati, poštovati, odgoditi, odložiti, štala, gubitak brzine, povući se u odbranu, razvlačiti, dovesti do gubitka brzine

αναβάλλω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fresta, þæfa, tefja, Stall, ofris, bás

αναβάλλω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
profero

αναβάλλω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atidėti, gardas, vilkinti, prekystalis, perdarynė, būdelė

αναβάλλω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atlikt, stends, kabīne, iekrišanas, duškabīne, izlocīties

αναβάλλω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
закочи, штанд, тезга, полица, штала

αναβάλλω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amâna, stand, stall, stand de, grajd, taraba

αναβάλλω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odložit, stojnica, stall, stojnici, hlev, stojnico

αναβάλλω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stánok, stán, stánku
Τυχαίες λέξεις