Sądowniczy στα ελληνικά

Μετάφραση: sądowniczy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαστικός, δικανικός, δικαστική, δικαστικής, δικαστικών, δικαστικές
Sądowniczy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anonim στα ελληνικά - anonym
  • bezsilny στα ελληνικά - ανίσχυρος, ανήμπορος, ανίκανος, αδύναμος, ανίσχυροι, ανίσχυρη, αδύναμοι
  • dziekanat στα ελληνικά - πρυτανεία, Κοσμητεία, deanery, Πρυτανείας, Κοσμητείας
  • hamowanie στα ελληνικά - φρενάρισμα, πέδησης, πέδηση, φρεναρίσματος, πεδήσεως
Τυχαίες λέξεις
Sądowniczy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαστικός, δικανικός, δικαστική, δικαστικής, δικαστικών, δικαστικές