Sąsiadować στα ελληνικά
Μετάφραση: sąsiadować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνορο, εφάπτομαι, μεθόριος, γειτονεύω, ρέλι, συνορεύω, γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biadolić στα ελληνικά - γκρίνια, μουγκρίζω, υποκρισία, στενάζω, γκρινιάζω, μουγκρητό, κλαψούρισμα, ...
- chować στα ελληνικά - πτυχή, τοποθετώ, χώνω, κρύβομαι, κομπόδεμα, βάζω, φυλάω, ...
- drwina στα ελληνικά - παρωδία, κοροϊδία, χλευασμός, λοιδορώ, χλευάζω, ειρωνεία, λοιδορία, ...
- facjata στα ελληνικά - σοφίτα, κούπα, μούρη, πατάρι, σοφίτας, αττικό, στη σοφίτα
Τυχαίες λέξεις
Sąsiadować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνορο, εφάπτομαι, μεθόριος, γειτονεύω, ρέλι, συνορεύω, γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική
Μεταφράσεις: σύνορο, εφάπτομαι, μεθόριος, γειτονεύω, ρέλι, συνορεύω, γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική