Sakiewka στα ελληνικά
Μετάφραση: sakiewka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σακούλα, θύλακας, πορτοφόλι, γρι, τσάντα, το πορτοφόλι
Μεταφράσεις
- arak στα ελληνικά - αράκ, το αράκ, ρακί
- aryjski στα ελληνικά - Άρια, Aryan, Άριας, Άριος, Άρεια
- darowanie στα ελληνικά - ύφεση, άφεση, διαγραφής, τη διαγραφή, η διαγραφή
- gibon στα ελληνικά - γίββων, γίββωνα, gibbon, γίββονος, από γίββωνα
Τυχαίες λέξεις
Sakiewka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σακούλα, θύλακας, πορτοφόλι, γρι, τσάντα, το πορτοφόλι
Μεταφράσεις: σακούλα, θύλακας, πορτοφόλι, γρι, τσάντα, το πορτοφόλι