Λέξη: πρήξιμο
Σχετικές λέξεις: πρήξιμο
πρήξιμο ματιών, πρήξιμο στο στήθος, πρήξιμο στήθους, πρήξιμο στο χέρι, πρήξιμο στην εγκυμοσύνη, πρήξιμο στο γόνατο, πρήξιμο στα χέρια, πρήξιμο στην κοιλιά, πρήξιμο ποδιών, πρήξιμο πέους
Συνώνυμα: πρήξιμο
όγκος, οίκημα, φούσκωμα, εξόγκωμα
Μεταφράσεις: πρήξιμο
πρήξιμο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
swelling, swelling of, swollen, puffiness, bloating
πρήξιμο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bulto, hinchazón, tumefacción, chichón, inflamación, la hinchazón, la inflamación, hinchamiento
πρήξιμο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anschwellen, quellung, anschwellend, schwellung, Schwellung, Anschwellen, Quell, Schwellungen, Quellen
πρήξιμο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gonflement, tuméfaction, bouge, épatant, foisonnement, tumeur, bosse, enflure, l'enflure, un gonflement, de gonflement
πρήξιμο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gonfiore, rigonfiamento, il gonfiore, gonfiori, gonfiamento
πρήξιμο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inchamento, inchar, inchaço, edema, o inchaço, tumefacção
πρήξιμο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezwel, pof, poef, zwelling, zwellen, zwellingen, opzwellen, zwelling van
πρήξιμο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вздутие, увеличение, отёк, выпуклость, разбухание, повышение, возвышение, распухание, припухлость, опухоль, волдырь, вздувание, набухание, отек, набухания, отеки
πρήξιμο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hevelse, hevelser, svellende, opphovning, svelling
πρήξιμο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ansvällning, svullnad, svallning, svällande, svällt, svälla
πρήξιμο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aaltoileva, kyhmy, kuhmu, pöhö, ajettuma, turvotus, turvotusta, turpoaminen, turpoamista, turvotuksen
πρήξιμο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hævelse, hævelser, hævede, kvældning, ekspandering
πρήξιμο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otok, oteklina, nádor, vydutí, otoky, otoku, bobtnání, otokem
πρήξιμο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opuchlizna, obrzęk, opuchlina, spuchlizna, wypukłość, puchlina, wybrzuszenie, nabrzmiałość, obrzmienie, spiętrzenie, spuchnięcie, wydymanie, nabrzmienie, spęczanie, spęcznienie, pęcznienie, opuchnięcie, pęcznienia, obrzęki
πρήξιμο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megduzzadás, áradás, dagadás, dudor, duzzadó, duzzasztás, dagadó, duzzanat, duzzanata, duzzadási, duzzadás, duzzanatot
πρήξιμο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şişme, şişlik, şişmesi, şişkinlik, şişliği
πρήξιμο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збільшення, здуття, побільшення, пухлина, пухлину, пухлини
πρήξιμο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ënjtje, enjtje, fryrje, enjtja, ënjtje të
πρήξιμο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подуване, оток, набъбване, отоци, подуване на
πρήξιμο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пухліна, пухліну
πρήξιμο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pundumine, paistetus, turse, turset, tursed, paistetust
πρήξιμο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oteklina, bubrenje, ispupčenost, oticanje, otekline, bubrenja
πρήξιμο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þroti, bólga, bólgu, þrota, bólgur
πρήξιμο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tumor
πρήξιμο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gumbas, kauburys, kupra, patinimas, tinimas, patinimą, patinimu
πρήξιμο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kupris, puns, gramba, pietūkums, pietūkumu, tūska, tūsku, uztūkums
πρήξιμο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оток, отекување, отокот, отоци, оток на
πρήξιμο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umflătură, umflarea, umflare, umflături, tumefiere
πρήξιμο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
otok, oteklina, otekanje, oteklino, otekline, oteklost
πρήξιμο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opuch, otok, edém, opuchy, opuchnutie
Στατιστικά δημοτικότητας: πρήξιμο
Τυχαίες λέξεις