Sfinansować στα ελληνικά

Μετάφραση: sfinansować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance
Sfinansować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cenzus στα ελληνικά - πρόκριση, απογραφή, απογραφής, απογραφή του, της απογραφής, απογραφής του
  • elektroluminescencja στα ελληνικά - ηλεκτροφωταυγαζούσης, electroluminescence, ηλεκτροφωταυγείας, ηλεκτροφωταυγάζουσα, ηλεκτροφωταύγειας
  • epistoła στα ελληνικά - μάθημα, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
Τυχαίες λέξεις
Sfinansować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρηματοδοτώ, οικονομικά, Οικονομικών, χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, Finance