Λέξη: εισαγωγή

Σχετικές λέξεις: εισαγωγή

εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία, εισαγωγή στην τέχνη του κινηματογράφου, εισαγωγή στους υπολογιστές, εισαγωγή στις αρχές της επιστήμης των η/υ, εισαγωγή σχολίου στο word 2007, εισαγωγή στην ψυχολογία του hilgard, εισαγωγή στην πληροφορική, εισαγωγή στα λειτουργικά συστήματα, εισαγωγή στην παιδαγωγική, εισαγωγή στον προγραμματισμό

Συνώνυμα: εισαγωγή

εισαγόμενη δύναμη, ενέργεια, προοίμιο, εισαγόμενο εμπόρευμα, σπουδαιότητα, σημασία, εισερχόμενο, είσοδος εις σωλήνα, είσοδος σε σωλήνα, προανάκρουσμα, πρόταση, εισαγωγή μουσικής, διάβημα, πρόλογος, αιτιολογική έκθεση, παρεμβολή, καταχώριση, προλεγόμενα, σύσταση

Μεταφράσεις: εισαγωγή

εισαγωγή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
induction, introduction, import, input, importation, insertion

εισαγωγή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inducción, inserción, introducción, prólogo, la introducción, presentación, introducir, implantación

εισαγωγή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einfügung, induktion, einarbeitung, einberufung, influenz, einleitung, einziehung, empfehlungsschreiben, einführung, herbeiführen, debüt, amtseinführung, Einführung, Einleitung, Einführungs, Einbringen

εισαγωγή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
présentation, recommandation, insertion, spectacle, introduction, induction, prologue, représentation, préambule, préface, mise en place, l'introduction

εισαγωγή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
induzione, immissione, introduzione, inserzione, all'introduzione, dell'introduzione, presentazione, l'introduzione

εισαγωγή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apresentar, introduza, introduzir, introdução, Apresentação, a introdução, introdução A, introdução O

εισαγωγή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inleiding, introductie, invoering, binnenbrengen, invoeren

εισαγωγή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
внедрение, наведение, вступление, внесение, введение, нововведение, запев, предуведомление, индукция, представление, интродукция, предисловие, знакомство, внедрения

εισαγωγή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innledning, introduksjon, innføring, innføringen, introduksjonen

εισαγωγή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inledning, rekommendation, introduktion, införandet, införande, införa, inledn

εισαγωγή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esittely, pohjustus, johdatus, pano, alkulause, induktio, johdanto, virkaanasettaminen, käyttöönotto, käyttöön, käyttöönoton, käyttöönottoa, käyttöönotosta

εισαγωγή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indledning, introduktion, indførelsen, indførelse, indføre, introduktionen

εισαγωγή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vkládání, uvedení, předložení, zasvěcení, úvod, zavedení, představení, uvádění, indukce, doporučení, zavádění, zavedením

εισαγωγή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasysanie, naprowadzanie, zaznajomienie, przedmowa, sprowadzenie, wstęp, prezentacja, pobór, zaprowadzenie, wprowadzenie, przedstawienie, indukcja, introdukcja, zapoznanie, wstawienie, polecenie, wprowadzenia, wprowadzanie, wprowadzeniu

εισαγωγή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
áramgerjesztés, indukció, rávezetés, adatelemzés, bevezetés, bevezetése, bevezetését, bevezetésével, bevezetésének

εισαγωγή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
başlangıç, giriş, Tanıtım, tanıtımı, tanıtılması, bir giriş

εισαγωγή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утягувати, садовити, уводити, вводити, представлення, оселяти, введення, запровадження, вступ, впровадження

εισαγωγή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hyrje, paraqitje, futja, futjen, prezantimi

εισαγωγή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въведение, въвеждане, въвеждането, Увод, внедряване

εισαγωγή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўвядзенне, увядзенне, ўводзіны, уводзіны, ўвядзеньне

εισαγωγή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
induktsioon, sisselask, käibelevõtt, tutvustus, sissejuhatus, vastuvõtmine, kasutuselevõtt, sissetoomise, sissejuhatuses, kasutuselevõtuga

εισαγωγή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predstavljanje, uvođenju, uvođenje, uvod, predgovor, uvođenja, Upoznavanje, uvo

εισαγωγή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kynning, Innleiðing, innleiðingu, tilkomu, inngangi

εισαγωγή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvedimas, įvadas, Įžanga, įdiegimas, įvedimo

εισαγωγή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
debija, ieviešana, ievads, ieviešanu, ieviešanai, ieviešanas

εισαγωγή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воведувањето, воведување, вовед, запознавање, воведот

εισαγωγή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
introducere, debut, introducerea, introducerii, prezentare

εισαγωγή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
úvod, uvedení, uvod, uvedba, uvajanje, uvedbo, vnos

εισαγωγή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úvod, uvedení, Domov

Στατιστικά δημοτικότητας: εισαγωγή

Τυχαίες λέξεις