Skarpować στα ελληνικά

Μετάφραση: skarpować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρνω, πλαγιά, κατηφορίζω, γκρεμός, αποκόμματα, scarp, γκρεμού, απότομη κατωφέρεια
Skarpować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antałek στα ελληνικά - βαρέλι, Antałek
  • bierny στα ελληνικά - παθητικός, παθητική, παθητικής, παθητικό, παθητικά
  • fenomenologia στα ελληνικά - φαινομενολογία, φαινομενολογίας, η φαινομενολογία, τη φαινομενολογία, της φαινομενολογίας
  • genetyka στα ελληνικά - φυσική, γενετική, γενετικής, τη γενετική, η γενετική, της γενετικής
Τυχαίες λέξεις
Skarpować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρνω, πλαγιά, κατηφορίζω, γκρεμός, αποκόμματα, scarp, γκρεμού, απότομη κατωφέρεια