Skojarzyć στα ελληνικά

Μετάφραση: skojarzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνέταιρος, συσχετίζω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
Skojarzyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adhezyjność στα ελληνικά - συγκολλητικότητα, συγκολλητικότητας, προσκολλητικότητα, κολλητικότητα, ικανότητα προσκόλλησης
  • barczysty στα ελληνικά - φαρδείς ώμους, γεροδεμένος
  • bies στα ελληνικά - διάβολος, διάβολο, διαβόλου, του διαβόλου, ο διάβολος
  • fluorowanie στα ελληνικά - φθορίωση, φθορίωσης, φθοριώσεως, την φθορίωση, η φθορίωση
Τυχαίες λέξεις
Skojarzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνέταιρος, συσχετίζω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη