Λέξη: άπορος

Σχετικές λέξεις: άπορος

άπορος λεξικο, παντοπόρος άπορος, άπορος ορισμός

Συνώνυμα: άπορος

ενδεής, πτωχός, πάμπτωχος, αχρήματος, άνευ πόρων

Μεταφράσεις: άπορος

άπορος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
indigent, pauper, destitute, resourceless, needy

άπορος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
indigente, pobre, mendigo, pauper, pordiosero

άπορος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arm, mittellos, Armer, pauper, Bettler, Armen

άπορος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indigent, miséreux, misérable, besogneux, pauvre, pauper, mendiant, indigents

άπορος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indigente, povero, pauper, mendicante, miserabile

άπορος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indigente, pobre, mendigo, pauper, miserável

άπορος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
armlastige, stumper, armlastig, pauper, arme

άπορος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бедствующий, малоимущий, бедный, нищий, неимущий, нуждающийся, обездоленный, нищим, бедняк, нищего

άπορος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fattiglem, fattig, pauper, fattigmann, fattigfant

άπορος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fattighjon, fattiglapp, fattig, pauper, utfattig stackare

άπορος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaivainen, pauper, köyhä, kerjäläinen, kerjäläisenä

άπορος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fattiglem, fattig, fattiges, pauper, tigger

άπορος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
potřebný, nuzný, nuzák, chuďas, chudák, žebrák, nemajetný člověk

άπορος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
biedny, żebrak, nędzarz, ubogi, pauper, biedakiem

άπορος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rászoruló, koldus, szegény, pauper, nincstelen, koldussal

άπορος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fakir, yoksul, pauper, dilencidir, yoksul degil

άπορος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жебрак, убогий, бідний, нищий, злиденний

άπορος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varfanjak, i varfër, vobektë

άπορος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бедняк, просяк, беден, сиромах

άπορος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жабрак, убогі, ўбогі, бедны, гаротны

άπορος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülivaene, vaene, kerjus, Vaivainen

άπορος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
siromašan, siromah, prosjak, pauper, puki siromah

άπορος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fátækur, pauper

άπορος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
inops

άπορος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vargšas, Nędzarka, skurdžius, Ubags, Nabags

άπορος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nabags, nabadzīgā, ubags

άπορος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сиромах, паупер

άπορος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cerșetor, pauper, sărac, cersetor, pauperă

άπορος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
berač, pauper, Siromah

άπορος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chudý, chudák, chuďas
Τυχαίες λέξεις