Skompletować στα ελληνικά

Μετάφραση: skompletować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ολοκληρώνω, περατώνω, ολόκληρος, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί
Skompletować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktywny στα ελληνικά - ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
  • amfiboliczny στα ελληνικά - διφορούμενος
  • ciachnąć στα ελληνικά - hack, αμυχή, σιδηροπρίονο, μεράκι, την αμυχή
  • fantasmagoria στα ελληνικά - φαντασμαγορία
Τυχαίες λέξεις
Skompletować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ολοκληρώνω, περατώνω, ολόκληρος, πλήρης, πλήρη, πλήρες, πλήρους, ολοκληρωθεί