Skompresować στα ελληνικά

Μετάφραση: skompresować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πατικώνω, συμπιέζω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Skompresować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aktywowanie στα ελληνικά - ενεργοποίηση, δραστηριοποίηση, ενεργοποίησης, την ενεργοποίηση, ενεργοποιήσεως
  • foryś στα ελληνικά - έφιππος ακόλουθος, OUTRIDER
  • grawerunek στα ελληνικά - χαρακτική, χαρακτικής, εγχάραξη, εγχάραξη με, χαρακτικό
  • gruboskórny στα ελληνικά - αγροίκος, τραχύς, αγενής, σκληρός, πρόχειρος, χονδροειδής, τυλώδης, ...
Τυχαίες λέξεις
Skompresować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πατικώνω, συμπιέζω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει