Λέξη: ναυαγοσώστης
Σχετικές λέξεις: ναυαγοσώστης
επάγγελμα ναυαγοσώστης, ναυαγοσώστης εργασια 2013, ναυαγοσώστης 2013, ναυαγοσώστης πισίνας, ζητείται ναυαγοσώστης, ναυαγοσώστης 2014, ο ναυαγοσώστης, ναυαγοσώστης μισθός, ναυαγοσώστης εργασία
Συνώνυμα: ναυαγοσώστης
αφανιστής, κατεδαφιστής, φρουρός κολυμβητών
Μεταφράσεις: ναυαγοσώστης
ναυαγοσώστης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lifeguard, wrecker, salvor, a lifeguard, life guard
ναυαγοσώστης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
salvavidas, vigilada, socorrista, de salvavidas, del salvavidas
ναυαγοσώστης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rettungsschwimmer, strandwächter, Rettungsschwimmer, Bademeister, leibwächter, Leibwächter
ναυαγοσώστης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sauveteur, maître nageur, surveillée, surveillée Sortie
ναυαγοσώστης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bagnino, sorvegliata, del bagnino, lifeguard, di salvataggio
ναυαγοσώστης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salva-vidas, lifeguard, vigiada, do lifeguard
ναυαγοσώστης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
badmeester, Bewaakt, Bewaakt strand, lifeguard, strandwacht
ναυαγοσώστης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
спасатель, Lifeguard, спасателей, спасателя, спасателем
ναυαγοσώστης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
badevakt, lifeguard, livredder
ναυαγοσώστης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
badvakt, livräddare, lifeguard, livrädd, livvakt
ναυαγοσώστης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hengenpelastaja, hengenpelastu, hengenpelastajat, lifeguard, rantavahti
ναυαγοσώστης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
livredder, overvåget, lifeguard, livredder til
ναυαγοσώστης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zachránce, plavčík, Lifeguard, plavčíka, plavčíkem
ναυαγοσώστης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ochroniarz, ratownik, ratownika, ratownikiem, Lifeguard, Preobrażeński
ναυαγοσώστης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
testőr, strandőr, mentő, lifeguard, életmentő
ναυαγοσώστης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cankurtaran, lifeguard, cankurtaranlık
ναυαγοσώστης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рятувальник, рятівник, спасатель, Спаситель
ναυαγοσώστης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kujdestar plazhi, kujdestar plazhi i, notar rojë
ναυαγοσώστης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лична охрана, телохранители, спасител, физическа охрана, спасители
ναυαγοσώστης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выратавальнік, ратавальнік, ратаўнік, спасатель
ναυαγοσώστης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vetelpäästja, rannavalve, vetelpääste, lifeguard, Elu pelastaja
ναυαγοσώστης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spasilac, tjelohranitelj, spasitelj, službenik u hitnoj pomoći, ralo
ναυαγοσώστης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lifeguard, strandvörður
ναυαγοσώστης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmens sargybinis, gelbėtojas, gelbėtojų, gelbėtoju, lifeguard
ναυαγοσώστης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
glābējs, glābēju, glābšanas stacijas sargs
ναυαγοσώστης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
телохранители, спасител
ναυαγοσώστης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
salvamar, de salvamar, salvamari, lifeguard, salvamar de
ναυαγοσώστης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
reševalec, reševalec iz vode, lifeguard
ναυαγοσώστης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plavčík
Τυχαίες λέξεις