Skoro στα ελληνικά

Μετάφραση: skoro, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάποτε, σαν, όπως, από, εφάπαξ, αφού, επειδή, από το, δεδομένου ότι
Skoro στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezokolicznik στα ελληνικά - απαρέμφατο
  • brzęczeć στα ελληνικά - πάταγος, κλαγγή, κροτώ, βαζάκι, βουίζω, βόμβος, Buzz, ...
  • dożywianie στα ελληνικά - τροφοδοτώ, σιτίζω, ταΐζω, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, ...
  • instalować στα ελληνικά - φορτίζω, γεμίζω, κανονίζω, σταθμίζω, ζαλίκι, εγκαθίσταμαι, εγκαταστήσετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Skoro στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάποτε, σαν, όπως, από, εφάπαξ, αφού, επειδή, από το, δεδομένου ότι