Λέξη: αξίζω

Σχετικές λέξεις: αξίζω

αξίζω πολλά, αξίζω επε, αξίζω χατζηγιάννης, αξίζω συνώνυμα, αξίζω χατζηγιάννης στίχοι, δεν αξίζω, αυτό αξίζω, αξίζω αγγλικα, τι αξίζω, αξίζω στίχοι

Συνώνυμα: αξίζω

δικαίουμαι

Μεταφράσεις: αξίζω

αξίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
deserve, merit, I deserve, Worth, are Worth

αξίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
merecer, merecen, merece, merecería, se merecen

αξίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschiedene, verdienen, verdient, verdiene, verdienst

αξίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mériter, méritez, méritent, méritons, mérite, mériterait

αξίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guadagnare, meritare, meritano, merita, meriterebbe, meritarsi

αξίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deserto, desertar, merecer, merecem, merece, mereço, merecemos

αξίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toekomen, verdienen, verdient, verdien, verdiend, waard

αξίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заслужить, заслуживать, заслуживают, заслуживает, достойными, заслуживаете

αξίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortjener, fortjene, fortjent

αξίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förtjänar, förtjäna, värda

αξίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ansaita, ansaitsevat, ansaitse, ansaitsee, ansaitsette

αξίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortjene, fortjener, fortjent

αξίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zasluhovat, zasloužit, zasloužit si, zaslouží, si zaslouží, zasluhují

αξίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zasługiwać, zasłużyć, zasługują, zasługują na, zasługuje, zasługujesz

αξίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megérdemel, érdemelnek, érdemel, megérdemlik, megérdemli

αξίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hak etmek, hak, hak ediyor, layık, hak ettikleri

αξίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заслужіть, заслуговувати, заслуговувати на, коштувати, заслуговуватиме, заслуговуватимуть

αξίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
meritoj, meritojnë, e meritojnë, meriton, meritoni

αξίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заслужавам, заслужават, заслужавате, заслужава, заслужаваме

αξίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
заслугоўваць, каштаваць

αξίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väärima, väärivad, ära teeninud, vääri, väärid, teeninud

αξίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavrijediti, zaslužiti, zaslužuju, zaslužili, zaslužujete, zaslužuje

αξίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verðskulda, skilið, eiga skilið, skilið að, á skilið

αξίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusipelnyti, nusipelno, verti, vertos, nusipelnė

αξίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pelnījuši, ir pelnījuši, pelnījušas, pelna, ir pelnījušas

αξίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заслужуваат, заслужувате, заслужуваме, заслужува, го заслужуваат

αξίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
merita, merită, merit, meriți, merităm

αξίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaslužijo, zaslužite, zasluži, zaslužim, si zaslužijo

αξίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zaslúžiť, podnietiť, podnietiť zodpovednejšie
Τυχαίες λέξεις