Skrócić στα ελληνικά

Μετάφραση: skrócić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικραίνω, κονταίνω, συντομεύω, περικόπτω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Skrócić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bitny στα ελληνικά - ανδρείος, ανδρείο
  • duby στα ελληνικά - Duby
  • firanka στα ελληνικά - κουρτίνα, αυλαία, κουρτίνας, παραπέτασμα, κουρτινών
  • fryzjer στα ελληνικά - κομμώτρια, κομμωτής, κουρέας, κομμωτήριο, κομμωτή, Κομωτήριο
Τυχαίες λέξεις
Skrócić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικραίνω, κονταίνω, συντομεύω, περικόπτω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί