Λέξη: επισκέπτης
Σχετικές λέξεις: επισκέπτης
επισκέπτης υγείας, επισκέπτης της ομίχλης ο, επισκέπτης υγείας τει, επισκέπτης καθηγητής πανεπιστημίου κύπρου, επισκέπτης από την κόλαση (2001), επισκέπτης από την κόλαση, επισκέπτης ονειροκρίτης, επισκέπτης υγείας στην αγγλία, επισκέπτης καθηγητής, επισκέπτης της ομίχλης
Συνώνυμα: επισκέπτης
καλεσμένος, προσκαλεσμένος, φιλοξενούμενος, προσκεκλημένος, ξενιζόμενος, αυτός που καλεί, μουσαφίρης
Μεταφράσεις: επισκέπτης
επισκέπτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
caller, visitor, guest, a visitor, visitors
επισκέπτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
visitante, visitantes, de visitantes, para visitantes, el visitante
επισκέπτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anrufer, besucher, besucherin, Besucher, Gästen, von Gästen, Gast
επισκέπτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
visitateur, visiteur, hôte, invité, convive, visiteurs, touristiques, visiteurs en, de visiteur
επισκέπτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
visitatore, visitatori, turistiche, turistiche di, ospite
επισκέπτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
visitar, chamados, visitante, ver, visita, turísticas sobre, turísticas, visitantes, de visitante
επισκέπτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezoeker, bezoekers, van bezoekers, bezoekersgegevens
επισκέπτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тот, посетитель, посетительница, курорт, гость, инспектор, ревизор, посетителя, пользователь, посетителей
επισκέπτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fremmed, besøkende, besøk, Visitor, turistinformasjon, turistinformasjon for
επισκέπτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gäst, besökaren, besökare, turistinformation, turistinformation för, en besökare
επισκέπτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vieras, vierailija, kyläilijä, kävijä, soittaja, Visitor, Vierailijan, kävijän
επισκέπτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
besøgende, gæst, turistinformation, fra besøgende, turistinformation for, besøgendes
επισκέπτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
návštěvník, vizitátor, host, návštěvníků, návštěvníka, návštěvníkem
επισκέπτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wizytator, odwiedzanie, telefonowanie, rozmówca, gość, odwiedzający, zwiedzający, odwiedzających, o odwiedzających
επισκέπτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vendég, látogató, látogatója, látogatók, látogatói
επισκέπτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ziyaretçi, Ziyaret, Kişi, bir ziyaretçi, ziyaretçinin
επισκέπτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свіжий, отой, відвідання, гість, прохолодний, той, відвідувач, відвідувача, який відвідувач
επισκέπτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vizitor, vizitori, vizitor i, vizitorëve, visitor
επισκέπτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
посетител, посетителите, посетителю, посетителя
επισκέπτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
наведвальнік, наведвальнікаў, наведнік
επισκέπτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
külastaja, külalisprofessor, helistaja, kutsuja, külaline, külastajate, külastajad, külastajat
επισκέπτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pozivatelj, inspektor, pozivač, posjetilac, posjetitelj, gost, posjetitelja, posjetitelji
επισκέπτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gestur, gesturinn, gestir, gesti
επισκέπτης στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
salutor
επισκέπτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lankytojas, svečias, lankytojų, lankytojai, lankytojas pagrindiniame, svečiavosi
επισκέπτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmeklētājs, viesis, apmeklētāju, apmeklētājam, apmeklētāja
επισκέπτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
посетител, посетителот, Оставени, Туристички, Пораки
επισκέπτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vizitator, vizitatorilor, oaspeților, vizitatori, vizitatorul
επισκέπτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obiskovalec, obiskovalca, obiskovalcev, obiskovalci, obiskovalce
επισκέπτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
návštevník, návštěvník, návštevíci, hostí, hostia
Στατιστικά δημοτικότητας: επισκέπτης
Τυχαίες λέξεις