Λέξη: θερμόμετρο

Σχετικές λέξεις: θερμόμετρο

θερμόμετρο υπερύθρων, θερμόμετρο υγρών, θερμόμετρο γάλακτος, θερμόμετρο αερίου, θερμόμετρο οινοπνεύματος, θερμόμετρο μετώπου, θερμόμετρο ξυλόφουρνου, θερμόμετρο κουζίνας, θερμόμετρο φαγητού, θερμόμετρο αυτιού

Μεταφράσεις: θερμόμετρο

θερμόμετρο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
thermometer, a thermometer

θερμόμετρο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
termómetro, termómetro de, el termómetro, del termómetro, termómetro para

θερμόμετρο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
thermometer, Thermometer, Thermometers

θερμόμετρο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
thermomètre, un thermomètre, thermomètre à, le thermomètre, d'un thermomètre

θερμόμετρο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
termometro, termometro a, termometro di, il termometro, del termometro

θερμόμετρο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
consequentemente, termómetro, termômetro, termômetro de, thermometer, termómetro de

θερμόμετρο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
thermometer, warmtemeter, een thermometer, de thermometer

θερμόμετρο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
термометр, градусник, термометра, термометром, термометры

θερμόμετρο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
termometer, termometeret

θερμόμετρο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
termometer, termometern

θερμόμετρο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lämpömittari, lämpömittarilla, lämpömittarin, thermometer

θερμόμετρο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
termometer, termometeret, termometret, thermometer

θερμόμετρο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
teploměr, teploměrem, teploměru, teploměry

θερμόμετρο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
termograf, termometr, termometru, thermometer, termometrem, thermometerobraz

θερμόμετρο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hőmérő, hőmérővel, hőmérőt, hőmérsékletmérő

θερμόμετρο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
termometre, termometresi, termometreler, thermometer

θερμόμετρο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
термометр

θερμόμετρο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
termometër, termometri, termometrit, termometri të, gradë

θερμόμετρο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
термометър, термометъра, термометри, термометър за

θερμόμετρο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тэрмометр, термометр

θερμόμετρο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kraadiklaas, termomeeter, termomeetri, termomeetriga, termomeetrit, thermometer

θερμόμετρο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
toplomjer, termometar, termometrom, thermometer, termometra

θερμόμετρο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hitamælir, hitamæli, hitamælirinn, hitamælirinn getur, hitamælinum

θερμόμετρο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
termometras, thermometer, termometro, termometru, termometrai

θερμόμετρο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
termometrs, termometru, Thermometer, termometra, termometram

θερμόμετρο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
термометар, термометарот, топломерот, термометар за, термометар со

θερμόμετρο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
termometru, termometrul, termometru de, termometru cu, termometrului

θερμόμετρο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
termometer, termometrom, termometra, termometer z

θερμόμετρο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
teplomer

Στατιστικά δημοτικότητας: θερμόμετρο

Τυχαίες λέξεις