Skrzywić στα ελληνικά

Μετάφραση: skrzywić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απατεώνας, κακοποιός, άγκιστρο, αγκιστρώνω, γάντζος, εξαμβλώ, διαστρέφω, συσπώ, συστρέφω, παραμορφώνω
Skrzywić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciążący στα ελληνικά - καταπιεστικός, κατεστημένων, εναπόκειται, βαρύνουν, νυν, κατεστημένου φορέα
  • flota στα ελληνικά - νηοπομπή, αρμάδα, θαλάσσιος, στόλος, πεζοναύτης, ναυτικό, στόλου, ...
  • galera στα ελληνικά - γαλέρα, κάτεργο, τριήρης, μαγειρείων, μαγειρείο, μαγειρεία
  • gnojowisko στα ελληνικά - σωρός κοπριάς
Τυχαίες λέξεις
Skrzywić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απατεώνας, κακοποιός, άγκιστρο, αγκιστρώνω, γάντζος, εξαμβλώ, διαστρέφω, συσπώ, συστρέφω, παραμορφώνω